- αμάδητος
- -η, -ο [μαδώ]1. αυτός που δεν τόν μάδησαν2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε υπερβολικές δαπάνες, από τον οποίο δεν τράβηξαν πολλά χρήματα3. αυτός που δεν μαδιέται εύκολα, δεν τού παίρνεις εύκολα τα λεφτά του.
Dictionary of Greek. 2013.